- χερσοθρύϊον
- χερσο-θρύϊον [pron. full] [ῠ], τό, ([etym.] θρύον)A land overgrown with rushes, Ostr.1224.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χερσοθρύϊον — τὸ, Α έκταση καλυμμένη με βούρλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + θρύον «βούρλο» + κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
χερσοθρυίτις — υίτιδος, ἡ, Α (ενν. γῆ) το χερσοθρύϊον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + θρύον «βούρλο» + κατάλ. ῖτις (πρβλ. καλαμ ῖτις)] … Dictionary of Greek